διακομίζω — pres subj act 1st sg διακομίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομίζω — διακομίζω, διακόμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακομίζω — διακόμισα, διακομίστηκα, διακομισμένος, μεταφέρω κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να μετακινηθεί μόνος του: Οι φάκελοι διακομίσθηκαν μέσω του ταχυδρομείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακομίζῃ — διακομίζω pres subj mp 2nd sg διακομίζω pres ind mp 2nd sg διακομίζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομίσει — διακομίζω aor subj act 3rd sg (epic) διακομίζω fut ind mid 2nd sg διακομίζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομίσουσιν — διακομίζω aor subj act 3rd pl (epic) διακομίζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακομίζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομίσω — διακομίζω aor subj act 1st sg διακομίζω fut ind act 1st sg διακομίζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομίσῃ — διακομίζω aor subj mid 2nd sg διακομίζω aor subj act 3rd sg διακομίζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομιεῖ — διακομίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διακομίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομιζομένων — διακομίζω pres part mp fem gen pl διακομίζω pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)