διακομίζω

διακομίζω
(AM διακομίζω)
μεταφέρω, μετακομίζω
νεοελλ.
μεταφέρω από το μέτωπο στα μετόπισθεν τραυματίες ή ασθενείς
μσν.
1. κληροδοτώ
2. μεταβιβάζω κληροδότημα στον δικαιούχο
αρχ.
1. περνώ, διαβαίνω
2. φρ. «διαβιβάζω σισίτιο» — αναζωογονώ, δυναμώνω κάποιον δίνοντας του τροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διακομίζω — pres subj act 1st sg διακομίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομίζω — διακομίζω, διακόμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διακομίζω — διακόμισα, διακομίστηκα, διακομισμένος, μεταφέρω κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να μετακινηθεί μόνος του: Οι φάκελοι διακομίσθηκαν μέσω του ταχυδρομείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακομίζῃ — διακομίζω pres subj mp 2nd sg διακομίζω pres ind mp 2nd sg διακομίζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομίσει — διακομίζω aor subj act 3rd sg (epic) διακομίζω fut ind mid 2nd sg διακομίζω fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομίσουσιν — διακομίζω aor subj act 3rd pl (epic) διακομίζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακομίζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομίσω — διακομίζω aor subj act 1st sg διακομίζω fut ind act 1st sg διακομίζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομίσῃ — διακομίζω aor subj mid 2nd sg διακομίζω aor subj act 3rd sg διακομίζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομιεῖ — διακομίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διακομίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακομιζομένων — διακομίζω pres part mp fem gen pl διακομίζω pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”